Τρεις στη Σύρα. Τόσα πολλά με τόσο λίγα λόγια.
[grid exclude=featured]
Όταν πλησιάζει το πλοίο και βλέπεις μπροστά σου το σεληνιακό της τοπίο, δεν σου πολυγιομίζει το μάτι. Κι αρχίζεις να τα κλαις τα λεφτουδάκια σου, που απεφάσισες να έρθεις σ’αυτόν τον ξερό κι απόκρημνο βράχο, αντίς να πας σε μία Νάξο να κάμεις τα μπάνια σου, σε μία Μύκονο να κάμεις τα κλάμπινγκ σου ή σε μία Σαντορίνη να κάμεις τα κονέ σου.
Όμως καθώς η πρύμνη περνά τον Άη Δημήτρη και σφυράει την άφιξή σου, αντικρίζεις τα «Βαπόρια» και αρχίζεις να τα χάνεις με το αναπάντεχο θέαμα μίας πόλης με τους λόφους και τ’αρχοντικά της, με τα φανάρια και τις εκκλησιές της, με τις αψίδες και τα μαγαζιά της. Μιας πόλης που βρέθηκε μεσοπέλαγα, σχεδόν μυστηριωδώς. Λες κι άνοιξαν τα κύματα και αναδύθηκε από το πουθενά. Και στέκει τώρα, κάπως παραζαλισμένη και η ίδια, απάνου στον ηφαιστειογενή ετούτο βράχο που την έριξε η τύχη της.
Την πρώτη φορά που την είδα, θάμουν έξι-εφτά χρονών. Κι επειδής τα κυβικά μου ήσαν άλλα και οι εποχές ήσαν ακόμη πόλαρόιντ, την ενθυμούμαι μεγάλη και φανταχτερή και πολύχρωμη. Καμία σχέση με τα λοιπά κυκλαδονήσια με τα κάτασπρα σπιτάκια και τα μπλε παραθύρια.
Θυμάμαι να αλωνίζω στην Πλατεία Μιαούλη (πολύ πριν η Κορομηλά τη χρησιμοποιήσει για μπαγκράουντ στα αλήστου μνήμης Μπράβο Ρούλα), μαζί με άλλους μπόμπιρες της ηλικίας μου. Να, εδώ κάτου από το άγαλμα. Και να ζητάω παγωτό λάκι-καπ. Από εκείνα που έκρυβαν δώρο-έκπληξη-αυτοκινητάκι και πολύ μου άρεσαν που συνδύαζαν το τερπνόν (μιαμ μιαμ) μετά του ωφελίμου (βουρ βουρ).
Αυτά νωρίς τ’απόγεμα. Γιατί ύστερα ξεκινάγαμε τις επισκέψεις. Στη θεία τη Μοσχούλα. Και την εξαδέλφη την Κική. Τι εννοείς πώς βρέθηκε το σόι μου, εδώ; Α, δεν στο έχω πει, αλλά έχω καταγωγή και από ετούτα τα μέρη. Η γιαγιά μου βλέπεις ήταν συριανή. Και η προ-γιαγιά ανδριώτισσα. Κυλάει μέσα μου, θαλασσινό νερό του Αιγαίου. Κι αγέρας με πολλά μποφόρ. Αμε, τι νόμιζες;
Έκτοτε έχω ξαναβρεθεί αρκετές φορές εδώ, στη Σύρα. Κάποιες φορές με παρέα. Κάποιες, μόνος μου. Περιπατώ στα στενά, χαζεύω τα κτήρια, κρυφοκοιτάζω μέσα στα σπίτια. Αλλά όσο κι αν προσπαθώ, όσο κι αν συνεχίζω να ανακαλύπτω, ετούτη η πόλη παραμένει για μένα, μυστηριώδης.
Διότι είναι καμωμένη με υλικά ασυνήθιστα για ετούτη τη χώρα: καλαισθησία και κοσμοπολιτισμό, αστική κουλτούρα και βιομηχανία, τρόπους και συνήθειες ευρωπαϊκές. Το ενθυμούμαι ήδη από τα τότες, πόσο μου είχε κάμει εντύπωση.
Σαν έμπαινα στα σπίτια της κάθε συγγένισσας. Που είχαν οροφές ζωγραφισμένες και περίτεχνα γείσα. Κι αγγελάκια στις γωνίες. Και νύμφες και λουλούδια απάνου στις εσωτερικές σκάλες. Και σκρίνια. Γιομάτα ασημικά. Και γυάλινα. Που καθώς περπατούσες στα σανίδια, τριζοβολάγανε και κροτάλιζαν μεταξύ τους.
Και σαν ερχόταν η ώρα για το τράτο μας, εκείνο ερχότανε σε δίσκο. Από αυτούς που βλέπεις τώρα στα μουσεία. Ξύλινο και σκαλιστό. Με όμορφο φινίρισμα. Και το τράτο ήταν πάντα λουκουμάκι. Ή γλυκό του κουταλιού. Περγαμόντο. Ή πορτοκαλάκι. Και οι καφέδες των μεγάλων σερβιρίζονταν σε φλιτζάνια πορσελάνινα. Με σκαμπρόζικα χερουλάκια. Και η δική μου η πορτοκαλάδα, ερχόταν σε μεγάλο ποτήρι από χοντρό γυαλί. Με τις πιέτες του και τις περικοκλάδες του. «Πρόσεχε αγάπη μου, μην σου πέσει το ποτήρι και σπάσει! Και με τα δύο τα χεράκια, το κρατάμε!»
Αλλά υπάρχει και μία ακόμα λεπτομέρεια που μου έκαμε τότες εντύπωση: η εκφορά του λόγου. Η καθαρότητα των λέξεων. Το κελάρυσμα των συλλαβών. Δεν ξεύρω πώς να στο εξηγήσω, αλλά εδώ τα ελληνικά, προφέρονται με έναν τρόπο εντελώς κομ-ιλ-φο. Συνέπεια κι αυτό, της μεγαλοαστικής ιδιοσυγκρασίας.
Τη Σύρα (μην ξινίζεις τα μούτρα σου, έτσι την ελέγαμε παλιά οι ντόπιοι κι ας είναι «Σύρος» το επίσημο όνομά της) την έχω γνωρίσει σε τρεις εκδοχές. Στην νηπιακή μου εκδοχή, στην ενήλική μου εκδοχή και σε μία τρίτη -λίγο πιο ονειρική- εκδοχή, μέσα από τις διηγήσεις του πατέρα μου.
Βλέπεις το χίλια εννιακόσια σαράντα δύο και ενόσω η πείνα εθέριζε στην Αθήνα, η γιαγιά μου -που απ’όταν παντρεύτηκε πρωτευουσιάνο, μετεγκαταστάθηκε εκεί- κίνησε από τον Σταθμό Λαρίσης, όπου έμεναν τότες, για τον Πειραιά. Κρατώντας τον πατέρα μου από το χεράκι.
Τον έβαλε σε μία βάρκα και τον έστειλε εδώ, στους συγγενείς της στη Σύρα. Μπας και σωθεί το παιδί από το λιμό και τις κακουχίες. Μπας και τα καταφέρει, αυτό τουλάχιστον να επιζήσει. Μόλις ξανοίχτηκε η βάρκα στο Κάβο Ντόρο, τεράστια κύματα την εκουκούλωσαν. Και άνεμοι την ετράνταζαν, σείοντας το σκαρί της.
Στον Άη Νικόλα, απευθύνονταν τότες σφιχταγκαλιασμένοι οι λιγοστοί επιβάτες. Και κλαίγαν και φωνάζαν. Και κάμανε τις προσευχές τους.
Στον Άη Νικόλα πούχει λαμπρή στ’όνομά του εκκλησία. Βασιλική με τρούλο, μαρμάρινους κίονες ιωνικού ρυθμού και υπέρθυρα με άνθινα μοτίβα. Που και το εσωτερικό της είναι χάρμα οφθαλμών. Με την εκλεπτυσμένη αγιογράφηση και εκείνο το μαρμάρινο τέμπλο, έργο του γλύπτη Γεώργιου Βιτάλη. Καμωμένο με μάρμαρο Πεντέλης και ένθετα μάρμαρα Ιταλίας στη βάση του.
Η βάρκα σαν από θαύμα έφθασε εν μέσω τρικυμίας, στο Ακρωτήρι Τρίμεσο, το βορειότερο άκρο του νησιού. Κι ύστερα αγάλι αγάλι έστριψε προς τη Συκαμινιά. Και ύστερα στον όρμο Κοράκι. Και αφού λαχτάρισαν για μία τελευταία φορά από τα κύματα, οι επιβάτες, κουκουλωμένοι με ό,τι είχαν και βρεμένοι μέχρις τα σωθικά τους, αντίκρισαν επιτέλους την Ερμούπολη.
Στην προβλήτα, περίμενε ανήσυχη η θεία Φωφώ. Και σαν αντίκρισε το παιδί, έπεσε απάνου του και τ’αγκάλιαζε και το φίλαγε για ώρα. Όταν εντέλει της πέρασε η τρομάρα, έκαμε δύο βήματα πίσω και έσφιξε τα δόντια. Γιατί το παιδί ήταν αποσκελετωμένο. Και φαίνονταν τα κόκαλα της ράχης του. Το πήρε από το χέρι και άρχισε να τρέχει. Να τρέχουνε και οι δύο. Και ν’ανηφορίζουν δύο-δυο τα σκαλοπάτια. Και καθώς πλησίαζαν στο σπίτι, πούτανε πάνου στο λόφο της Ανάστασης, φώναξε από μακριά στις εξαδέλφες της: «Γεμίστε γρήγορα ένα πιάτο φαΐ για τον μικρό. Και φέρτε του ένα καρβέλι ψωμί! Λίγο ακόμα και θα μας ξεψυχήσει από την ασιτία, το δύσμοιρο.»
Στους περιπάτους μου, στέκομαι μπροστά από το 1ο Γυμνάσιο. Το σχολείο στο οποίο φοίτησε για το υπόλοιπον εκείνης της χρονιάς, ο πατέρας μου. Την άνοιξη του χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα. Όταν γύρισε μετά από μήνες στην Αθήνα, είχε πάρει σχεδόν επτά κιλά! Αδύνατος ήταν πάλι. Αλλά τα μάγουλά του, είχαν ροζαλέψει και τα μάτια του έλαμπαν.
Δεν είχε απλώς χορτάσει φαγί. Είχε πλέον να διηγηθεί και ιστορίες. Για τις βόλτες του στο λόφο της Ανάστασης. Και τις βουτιές από τα βραχάκια, κάτου από τα ¨Βαπόρια¨. Και τα λουκουμάκια που μέχρις και σήμερα λατρεύει. Και τ’αρχοντικά τα σπίτια με τις εντυπωσιακές διακοσμήσεις. Και τα παιχνίδια στα σκαλοπάτια που ανηφορίζουν φιδωτά προς το Σαν Τζώρτζη. Στο λόφο των καθολικών, ντε!
Εβδομήντα χρόνια μετά, περιδιαβαίνω τα στενά της Ερμούπολης. Και αναζητώ τα σπαράγματα της δικής μου ταυτότητας. Σε ετούτη την πόλη των σκιών. Ενός παρελθόντος που πέφτει βαρύ απάνου της. Περνώ δίπλα σε σπίτια παλαιά και με την άκρη του ματιού μου, βλέπω γηραιές κυρίες που κάθονται σε παρηκμασμένα σαλόνια. Παππούδες που κοιτάζουν όξω από περίτεχνα και ξεφτισμένα παραθυρόφυλλα. Ανθρώπους που έζησαν όλη τους τη ζωή σε ένα σκηνικό μνημειώδες και καθηλωτικό.
Στέκομαι για λίγο, μπροστά από το θέατρο Απόλλων. Μικρογραφία της σκάλας του Μιλάνου, μου έλεγε ο πατέρας μου με στόμφο κι εγώ ως μπόμπιρας, καθόμουν και το κοίταζα αποσβολωμένος. Δεν ήξευρα καν κατά πού πέφτει αυτό το Μιλάνο. Και ούτε μπορούσα να φανταστώ πως κάποτες θα βρισκόμουν εκεί, στη Σκάλα του και θα παρακολουθούσα παραστάσεις.
Τρυπώνω στο Δημαρχείο. Ίσως το πιο εμβληματικό κτήριο της Ερμούπολης.
Έργο του Τσίλερ. Σπουδαίο κτήριο. Από εδώ ξεκινάς και εδώ τελειώνεις, κάθε βόλτα σου στην Ερμούπολη.
Γιατί το Δημαρχείο είναι η ψυχή της πόλης και το νόημά της.
Σε ετούτο εδώ το ξερό κι απόκρημνο νησί, η Ελλάδα πειραματίστηκε και δοκίμασε το παραπέρα της. Φόρεσε τα πλέον ευρωπαϊκά της ρούχα, καλλιέργησε τις αστικές της συνήθειες, έστησε επιχειρήσεις, αποθέωσε το νεοκλασικό της αφήγημα. Μεσοπέλαγα.
Κι αν ακόμα μοιάζει η Ερμούπολη σχεδόν μουσειακή σήμερα και ξεπεσμένη, εγώ την αγαπώ. Κι είμαι περήφανος που αποτελεί αναφορά μου. Γιατί δεν είναι πόλη, αλλά ιδέα ελληνική. Μία πολύ λαμπρή ιδέα για την κατεύθυνση που θα μπορούσε να πάρει αυτός ο τόπος. Για την ευκαιρία που είχε στα χέρια του. Για τις δυνατότητες που είχε το μυαλό του.
Κεντώ τις τρεις εκδοχές της Σύρας στον καμβά μου. Και αναγνωρίζω κομμάτια της σε εμένα. Στην ταυτότητά μου. Στη σκέψη μου. Και κάθε που σφυρίζει το πλοίο σαν περνάει τον Άη Δημήτρη, νιώθω πως επιστρέφω σε μία πατρίδα.
Αρθρο απο το
blogspot pigkouinos